1 Οκτ 2010

Γλυκό κουταλιού.

Έδωσες μια σπρωξιά σε όλα μου τα ρήματα και πέταξες τα παλιά σου σώματα στο πάτωμα.

Κάρφωσες σταυρουδάκια σε κάθε επικίνδυνη στροφή των χειλιών μου.

(Έσπρωξες ακόμη ένα τρίμηνο στο γκρεμό.)

Το καλοκαίρι βολεύει βεβαίως για απομακρύνσεις. Κάτω από τη θάλασσα τα δάκρυα δείχνουν στεγνά.

"Μην καμπουριάζεις", είπε το "Σε" στο "Αγαπώ". ("Όσο δεν μου κολλάς ένσημα, δικαίωμά μου".)

Λαχανιασμένες, κυρτές, λέξεις κουρασμένες από το βάρος των λουλουδιών που κουβαλούν στις πλάτες τους καθώς εγκαταλείπουν το καράβι.

Τρεις μήνες ξενοίκιασα και την παραμικρή σελίδα κι άρχισα να γράφω χιλιόμετρα. Πήγα όλα τα παντού εκδρομή στο πουθενά. (Μάταια οι δρόμοι έσπασαν για χάρη μας κάθε απεργία των φορτηγών με τις καρότσες τους γεμάτες ληγμένες αγκαλιές.)

Ρίχνω σταγονίτσα σταγονίτσα σαν κολλύριο το σώμα σου στις αγέννητες κόρες μου μήπως ξεπλυθεί το χώμα του μπαμπά τους. ("Πότε θα βγάλουμε τα μάτια μου από το γύψο γιατρέ;".)

Νοίκιασα χούφτες τα ξένα μάτια μήπως δω φως.

Περιττό.

ΥΓ1
Όσο γυμνάζεις τα πνευμόνια μου και αναποδυγυρίζεις τις ώρες μου, όσες μα όσες φωτογραφίες κι αν θέλω να κολλήσω στο καλοκαιρινό άλμπουμ, το φιλμ πήρε σκοτάδι.

ΥΓ2
Η τελευταία σου αγκαλιά άρχισε να ξεφλουδίζει, σαν τσιρότο που κάποιος το τράβηξε αργά-αργά-αργά, για να πονέσει. (Πόνεσαν άλλοι χίλιοι εδώ γύρω να φανταστείς.)

ΥΓ3
(Τόσους εαυτούς καλλιεργώ μήπως έρθεις να κόψεις κανά κλαδάκι.)


ΥΓ4
Άλλο ένα υπέροχο καλοκαίρι πέρασε από πάνω μου σαν ποδηλατάκι με βοηθητικές ρόδες, δειλό αλλά ανέμελο. Δεν πέρασε μέρα να μην πιω σπιτική βυσσινάδα, να μην κάνω βραδινό μπάνιο, να μη φάω καρπούζι και παγωτό φυστίκι και βέβαια να μην χαζέψω τον ήλιο, μια να πέφτει στη θάλασσα σιγά-σιγά σαν κρόκος που τσουλάει αλώβητος πάνω σε τζάμι και μια να αναδύεται σαν πορτοκάλι, μοσχοβολώντας κίτρινο. Ένιωσα ερωτική, με κάτω τα μαλλιά στους κανόνες, σαν να μην πειράζει να βάλεις περισπωμένες όχι μόνο στις παραλήγουσες αλλά ακόμη και στα σύμφωνα. Σκόνταψα πάνω σε βότσαλα και μέλισσες, μάζεψα κοχύλια, έγινα σοκολατένια χάρη στο μυστικό μου αντιηλιακό (ανακατεύεις γάλα καρύδας με καροτέλαιο και ένα θρυμματισμένο σιντί της έρθα κιττ και απλώνεις), και βέβαια διάβασα και έγραψα όσο ποτέ.

ΥΓ5
Ένα εξίσου υπέροχο φθινόπωρο ξεκινά, κι εγώ εδώ, έτοιμη για τις πρώτες βροχές, να ξεσκονίζω τις ροζ ομπρελίτσες μου -σπαστές, μικρούλες, από αυτές που βάζουν στα κοκτέηλ.

ΥΓ6
Σκοτεινά κείμενα, με ξεχαρβαλωμένα μάτια, θα έρθουν και θα φύγουν, κείμενα σαν κι αυτό πιο πάνω, με σπασμένες φλεβίτσες, κείμενα που στο απαίδευτο μάτι μοιάζουν στενάχωρα ενώ κατά βάθος είναι αγάπη και ελευθερία, μικρά κειμενάκια, μικρά σαν ετικέτες πάνω σε κονσέρβες γέλιου (που καταχωνιάζω σε όποια τσέπη βρω), κείμενα ξεχασμένα χρόνια σε σκοινί με μανταλάκια (αλλά πάντα χιονάτα σαν ασπρόρουχα που τα έπλυνε μαμά).

ΥΓ7
Είναι δύσκολο να πείσω όσους με διαβάζουν για το πόσο χαρούμενη και πλήρης νιώθω γράφοντας κείμενα σαν το σημερινό, πάνω από τα υστερόγραφα. "Τι έχεις; Δεν είσαι καλά;" Συχνή η ερώτηση. Είμαι. Φυσικά και είμαι καλά. Το ψέμα της πρώτης ανάγνωσης είναι μεγάλη παγίδα, αλλά η γραφή παίρνει τις δικές της αποφάσεις -ποτέ δεν με ρωτάει από πριν. (Όμως για μένα -αν κάποιος ρωτήσει- το φως κρύβεται ακόμη και στον πάτο της πιο βαθιάς λίμνης, εκεί που τα σώματα ξεβράζονται μόνο ζωντανά, χαρούμενα και έτοιμα. Κατά βάθος το μελάνι είναι άκακο σαν ανθόνερο θέλω να πω.

ΥΓ8
Απλά αρέσκεται να φοράει παλτό -αυτό είναι όλο :-)

Κάτω από την άμμο στην Άνδρο βρήκα μια φωτογραφία μας. Με κρατούσες αγκαλιά όπως κρατάνε τα παιδιά και σ΄ευχαριστώ που μου επιτρέπεις να μένω στο 89, τρία στενά πιο πάνω από το 92. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, θα συνεχίσω να σε μεγαλώνω κι εγώ στην δική μου αγκαλιά σε όσες φωτογραφίες κι αν κατασκευάσω κάτω από τις άμμους και τα χαλιά. (Σου λέω άφοβα καλό φθινόπωρο κάπου εδώ, γιατί εσύ το ξέρεις: τίποτα δεν φθίνει όσο το συντηρείς σε βάζο με γλυκό κουταλιού χαμόγελο.)

<3>

6 Ιουν 2010

Αφαίρεση.

Μου είπε μια φίλη ότι πήγε τη γάτα της για στείρωση και ζήλεψα, λέω να πάω τα μάτια μου. Έτσι κι αλλιώς έχουν γεμίσει σκουπιδάκια, τόσα χρόνια που χρησιμοποιείς τις κόχες μου για κάδο σου (πετώντας μέσα την απούσια σου χαρτάκι χαρτάκι).


ΥΓ1
Δεν φοβάμαι την επέμβαση. Έχω συνηθίσει από τότε που πήγα να σε αφαιρέσουν. (Εξείχες από παντού.)

ΥΓ2
("Βρε μάτια μου όλον τον έχεις καταπιεί" μου είχαν πει, "παραλίγο να γίνεις άντρας".)

ΥΓ3
Ποτέ δεν βγήκες εντελώς.

ΥΓ4
Πριν λίγο σήκωσα "τα χαλιά" για καλοκαίρι και βρήκα από κάτω την ανάσα σου.

ΥΓ5
Ωστόσο πόσο ακόμα θα λερώνω τις λέξεις μου με τελείες;

ΥΓ6
Έβγαλα νύχια μέχρι και στα μάτια περιμένοντας.

Τόσο θέλω να σε ακουμπήσω.


...

25 Μαΐ 2010

Εσσ, ε μεσσ.

Πάνω που είχα ανεβάσει τα μάλλινα δάκρυα στο πατάρι, άρχισε πάλι να ψιχαλίζει τ' όνομά σου. Το μισό αλφάβητο πλημμυρίσαμε. (Έχει γεμίσει το υπόγειο με ωμέγα -θα πνιγούμε χωρίς άλφα.)

Με είδες κι εσύ στο όνειρό μου χτες;

Βάλε επιτέλους ένα ζακετάκι στον έρωτα σου είπα. Κάνει ρεύμα -δεν ακούς που φταρνίζεται;

Δεν σου έβγαινε ήχος (ίσως χρειάζεσαι επισκευή).

Θες να μου μείνεις; σου είπα. Έστω από τη μέση και πάνω. (Δεν χρειάζομαι τα πόδια σου.) Έτσι κι αλλιώς κι εγώ μισή είμαι. (Τα πόδια χωρίζουν τους ανθρώπους.)

Μετά άρχισα να τσακώνομαι με τη μοναξιά σου. Λουζόταν με μπετόν η χαζή. (Λέρωνε το πάτωμα.)

Δεν καταλαβαίνω, είπα.

Θες να γιατρέψεις τα δάχτυλά σου πάνω στο δέρμα μου;

(Ή πάλι θα τα φορτώσουμε σε καμμιά καρότσα ασθενοφόρου;)

Πάλι θα με αφήσεις αντί από το στόμα μου να αναπνέω από τα μάτια σου;

(Μόνο φωτογραφίες σου παίρνω σπίτι.)

Οι ανοργάνωτοι εμπρησμοί σου στο σώμα μου έχουν αρχίσει να λήγουν.

(Την πυρκαγιά δηλαδή εσύ εκεί στο υπόγειο δεν την βλέπεις που καίει συνέχεια; Θα φτάσει στον πρώτο όροφο και θα τη δουν όλοι στο τέλος. Δυο χρόνια έχεις να φωνάξεις την πυροσβεστική.)

Μόνο να διχάζεις τις τελείες μου ξέρεις -και να μ αφήνεις να ξυπνάω αγκαλιά με το σπασμένο σου ποδηλατάκι (λες κι αν ενηλικιωθούμε θα πεθάνουμε).

Δεν καταλαβαίνω. Αντί να έρθεις να με βγάλεις βόλτα, όλο πας και βάζεις γύψο στα χείλια σου και με αφήνεις να ιδρύω άδεια βάζα.

(Βέβαια, μη διανοηθείς να μου στείλεις με κούριερ μόνο την καρδιά σου, θα πάρω θάρρος και θα σου στείλω πίσω τα πάντα μου: καρδιές, μαλλιά, πόδια, βραχιόλια, κόκκαλα και πνευμόνια -μέχρι και ο τζον κήτς θ αναστηθεί έτσι που το πας.)

Θα το δεις να τελειώνουμε;

Όποιο σώμα κι αν δοκιμάσω εκτός από το δικό σου, μου πέφτει φαρδύ.


ΥΓ1
Μαζεύω το στρύφωμα της καρδιάς μου να την κοντύνω, μήπως ξαναπάρει σχήμα καρδούλας, κι αυτή αντί να μαζευτεί κοντεύει να με γεμίσει όλοκληρη από μέσα. (Έτσι όπως έχει εξαπλωθεί μακριά σου σε λίγο θα ξεμυτίσει καρδιά μέχρι κι από τα δάχτυλα των ποδιών.)

ΥΓ2
Αν δεν ανοίξεις το σώμα μου στα δύο να αφαιρέσεις το κενό θα αναγκαστώ να ζω στα τελευταία ράφια του ουρανού, χωρίς ίχνος φωτός.

ΥΓ3
Λες κι ο ουρανός έχει υπόγεια είναι.


Καλοκαίριασε επικίνδυνα πάλι: το Αιγαίο κρέμεται ήδη πάνω απ' τα κεφάλια μας. "Κοίτα τι ωραία που αιωρούνται τα ψάρια." Ετοιμάζω τα μαγιώ, βάζω σε λειτουργία την άμμο, πλέκω φυλαχτά -και για χάντρες κρεμάω τα μάτια σου. (Τα δικά μου τα έχω αφήσει στην τσέπη σου να τα ακουμπάς κάθε βράδυ στο κομοδίνο.) Καλοκαίριασε χαζέ. Περπατάς σαν ιησούς στο νερό μου, κι εγώ λέω το δι'ευχών και ρωτάω: πάλι δεν θα με πας διακοπές; (Πάλι μόνο ανακοπές;)

...

23 Απρ 2010

Μια μέρα στο μετρό.

Είναι σαν να μην παίρνω τα βιβλία τους μαζί μου στο βαγόνι, αλλά τους ίδιους.

(Ξέρω γω την Σύλβια Πλάθ ας πούμε, ντυμένη με μπεζ φόρεμα με κουμπάκια.)

Σαν να ανοίγουν οι πόρτες για να μπω κι αυτή να είναι ήδη μέσα με το μπεζ της -να κάνει πατ πατ στη διπλανή της θέση και να λέει εδώ κάτσε, δίπλα μου.

Εγώ τότε κάθομαι και αρχίζω και της χαϊδεύω τα μαλλιά (κι αυτή τα δικά μου), ψαχουλεύω με τα δάχτυλα το στόμα της (κι αυτή τα αφτιά μου). Μου χαμογελάει. Υπάρχουν μέρες που με χαστουκίζει. (Δεν την ρωτάω ποτέ γιατί.)

Υπάρχουν μέρες που κάθομαι δίπλα της σιωπηλή. Είναι οι μέρες που αυτή μου μιλάει ασταμάτητα και με κοιτάει επίμονα σε όλη τη διαδρομή, αλλά που εγώ δεν γυρίζω ποτέ να την κοιτάξω για να μη δει ότι το πρόσωπό μου είναι πράσινο -άγουρο και γεμάτο ζήλεια.

Αυτές είναι οι μέρες που της δίνω πιο πολύ σημασία από ποτέ, γιατί αυτές τις μέρες σημαίνει ότι κάθε λέξη της έχει καταφέρει κι έχει ξεβιδώσει το κεφάλι μου από τη θέση του -και στη θέση του έχει βιδώσει ένα μπλέντερ. Το μπλέντερ δουλεύει στη γρήγορη ταχύτητα, τεμαχίζει και πολτοποιεί λέξεις, σκέψεις και εικόνες -και σκουντάει τα δικά μου μολύβια, όχι τα ξένα πια, να ξυπνάνε, να κλαίνε σιωπηλά πάνω από τα χαρτιά (κι όπως στάζουν να σπέρνουν γράμματα με τα τσουβάλια).

Συγγραφείς και ποιητές υπήρχαν από πριν γεννηθείς και αυτό σε εξοργίζει. Κάποιοι λίγοι ζουν ακόμη και κάποιοι όχι πια -αυτούς μάλιστα τους ζηλεύεις περισσότερο απ' όλους γιατί έχουν ήσυχο το κεφάλι τους.

Από αυτούς κάποιοι έχουν βάλει τις λέξεις για ύπνο τόσο μα τόσο όμορφα, τόσο όμορφα και σωστά, που εμείς οι πιο νέοι -που θέλουμε κι εμείς να γράψουμε αν μάθουμε να γράφουμε ποτέ- δεν μπορούμε να το χωνέψουμε. Ξυπνάμε κάθιδροι που κάποιοι ποιητές μπορεί και να μας περιμένουν στο βαγόνι ακόμη ζωντανοί. Κάθιδροι -και με το άγριο καθήκον να ξυπνάμε τις ξένες λέξεις από τα κρεββατάκια τους, να τους αλλάζουμε πλευρό, μπας και τις καταφέρουμε να πουν κάτι παλιό με νέα φωνή, να πουν ένα νέο παλιό νέο.

ΥΓ1
Είναι πολύ δύσκολο να διαβάσω κάτι ωραίο και να μην ταραχτώ. Νιώθω ότι πρέπει να απαντήσω. Σαν το κείμενο αντί να μου διηγείται κάτι να με ρωτάει τι θα γίνει παρακάτω. (Γιατί δεν καθιστούν παράνομους όσους γράφουν, σύγχρονους και παλιούς -γιατί δεν τους καταργούν να ησυχάσουμε; Κι εσένα μαζί.)

ΥΓ2
Μικρότερη παράταγα βιβλία στη μέση γιατί πίστευα ότι μόλις φτάσω φερειπείν κάπου στη μέση, στη σελίδα 167 ας πούμε, το κέιμενο θα σταματάει: οι σελίδες θα είναι κενές κι εγώ θα κληθώ να τις γεμίσω, να συνεχίσω παρακάτω την ιστορία δίνοντας ένα δικό μου παλίμψηστο τέλος -που για κάποιον άλλον (αντίστοιχα) θα αποτελέσει αφετηρία.

ΥΓ3
Πρόκειται για αφόρητη σκέψη. Σαν τη στιγμή που σου χαρίζεται ένα προϋπάρχον κείμενο ταυτόχρονα να διαδρά μαζί σου, να ρουφάει με το στόμα του, σαν ηλεκτρική σκούπα, όλες τις δικές σου λέξεις που χοροπηδάνε χρωματιστές κάτω από το μέτωπό σου, ψάχνοντας για οξυγόνο. Δεν αντέχεται.

ΥΓ4
Όταν έχεις μπροστά σου μια λευκή σελίδα τρέμεις στην ιδέα μήπως γράψεις κάτι που έχει ήδη γραφτεί πριν από σένα, ταυτόχρονα ξέρεις ότι δεν μπορείς να το αποφύγεις, γιατί ξέρεις ότι η γραφή είναι αυτό -μια σκυτάλη: ό,τι δίνεις παίρνεις κι ό,τι παίρνεις δίνεις.

ΥΓ5
Μπροστά στη λευκή σελίδα χρησιμοποιείς κι εσύ με τη σειρά σου την ηλεκτρική σου σκούπα και ρουφάς τη λευκότητά της σαν χαλί (κι από κάτω έχει σκόνη, πολύ σκόνη κάτω από το χαλί, ψίχουλα από γράμματα που κάποιος τα έχει σπάσει στη μέση σαν ψωμί, εκεί -για να τα βρεις εσύ και να τα ζυμώσεις εκ νέου).

ΥΓ6
Με ανακουφίζει να διαβάζω βιβλία που ζηλεύω στο μετρό γιατί το μετρό είναι κάτω από τη γη, εκεί που συνήθως θάβουμε παρά ζούμε.

ΥΓ7
Εκεί, πνίγω τα βιβλία με τα ίδια μου τα χέρια -και με πνίγουν κι αυτά ανενόχλητα, κάτω από τη γη είμαστε: οι πνιγμένοι εκεί δεν παραπονιούνται, γλεντάνε, περιμένοντας.

ΥΓ8
Μέσα στην τσάντα μου έχω πάντα και εφεδρικό βιβλίο, αν τυχόν τσακωθώ με αυτό που διαβάζω (αν μου βγάλει τα μάτια το πρώτο να μου τα ξαναφορέσει το εφεδρικό).

ΥΓ9
Επίσης, στην τσάντα μου έχω: μερικές δικές μου σημειώσεις γραμμένες πάντα σε μόλσκιν με μολυβάκι κλεμμένο από το ΙΚΕΑ, κόκκινα κραγιόν σε τουλάχιστον τρεις αποχρώσεις, στάνταρντ κάποιο διήγημά μου, ένα χαρτάκι που το έχω ψεκάσει με το άρωμά σου μια μέρα που μπήκα στον χόντο (δεν μυρίζει πια, αλλά η σκέψη ότι κάποτε μύριζε βοηθάει), το αϊποντ για να ακούω λεϊντι γκάγκα και να ισορροπώ (όταν διαβάζω για αμαρτίες και κρίνους), ένα μπουκαλάκι τζο μαλόουν γκρεϊπφρουτ, καμμιά ξεχασμένη απόδειξη από το βασιλόπουλο, ένα δικό σου κείμενο τυπωμένο να το διαβάζω και να προσποιούμαι ότι μου το απευθύνεις, και βέβαια τσίχλες κανέλα. Ό,τι έχουν όλοι έχω.

ΥΓ10
Βέβαια, τις προάλλες, πριν κανέναν μήνα, πηγαίνοντας προς το μετρό, είχα μια "παραίσθηση" που ίσως και να μη συνηθίζεται σε όλους όσους έχουν τσίχλες κανέλα.

ΥΓ11
Ανέβαιναν οι άνθρωποι στις κυλιόμενες σκάλες κι έτσι που τους έβλεπα, κουμπωμένους, ήταν σαν να είχαν κάτω από τις μασχάλες τους πολύ σφιχτά φυλακισμένες κάτι μεγάλες πινακίδες με γραμμένο κι από ένα "σ'αγαπώ" πάνω τους. (Νααα κάτι πινακίδες, σαν ταμπέλες πολυκαταστήματος -που όλο τις σφίγγανε, τις σφίγγανε, τις σφίγγανε, μην τυχόν και αναγκαστούν να μοιραστούν την πινακίδα τους με κάποιον έξω από τον εαυτό τους.)

ΥΓ12
Ήθελα να αρπάξω τις πινακίδες τους και να τους τις κοπανίσω στο κεφάλι. (Αμάν πια. Πονάει ναι -αλλά αγαπήστε, γιατί κάτω από τη γη δεν θα συμβεί, δεν είναι πρόβα το πάνω από τη γη.)

ΥΓ13
Μετα κατέβηκα τις σκάλες, βρήκα την Πλαθ και το φορεματάκι της στο βαγόνι, κι άρχισα να την κοπανάω αυτήν, με το εφεδρικό βιβλίο της ημέρας, να βγάζω το άχτι μου, να την κοπανάω που "υπάρχει", κι αυτή και όλοι τους, και που διψάω, και που με κάνουν να θέλω να μοιράζομαι την ταμπέλα μου κάτω από τη μασχάλη μου (και ίσα που να νοιάζονται οι περαστικοί), και να ποθώ όσα πια κανείς δεν ποθεί, και που όλα είναι γραμμένα (ή γράφονται από άλλους) και που δεν μ αφήνουν όλοι τους ήσυχη να κατεβαίνω στο μετρό, κάτω από τη γη, χωρίς βιβλία.


ΥΓ14
Μέρες μέρες μου έρχεται να ανοίξω από μια τρύπα στην κάθε μου παλάμη να στάξουν τα γράμματα να αποστραγγιστούν να ησυχάσουμε από αυτό το ποτήρι.



.

18 Απρ 2010

Μέσα στο δάσος περιπατώ όταν ο λύκος είν' εδώ.

Λίγο να κάνω πως δεν βλέπω και τα Επείγοντα τυλίγονται στο λαιμό μου σαν κασκόλ από μπετόν.

Η πόρτα τού υπνοδωματίου μου αποκτά νούμερο (το 602 μου ανακοινώνουν τυπικά) και σε λίγο θα γίνει Εισαγωγή.

(Άνθρωποι με λευκές στολές θα στριμώξουν τον εαυτό μου σε σωληνάκια, εξετάζοντας το κατά πόσο θα με κάνουν να νιώσω λίαν καλώς με τα πτυχία τους.)

Στη διαδρομή, ξαπλωμένη στο φορείο -και διαγώνια από το 602, το μάτι μου πιάνει μια κλειστή πόρτα με αναρτημένο ένα πινακάκι που γράφει Βοηθητικό Οφφίς, κι ακριβώς από κάτω Απαγορεύεται η Είσοδος. ("Μα αν απαγορεύεται να μπαίνεις στο οφφίς πώς θα σε βοηθήσει;" σκέφτομαι.)

Αν δεν ξέρεις το οφφίς, κάτι σαν προθάλαμο φαντάσου το, σα μικρό βοηθητικό χωλάκι, που σε οδηγεί σε κάποιον άλλον χώρο -ή που χρησιμεύει για ν' αποθηκεύει η Ζαμπέτα τις σκούπες (αν ζεις το '50).

Παρεπιμπτόντως δεν έμαθα πότε τι υπήρχε πίσω από την πόρτα τού οφφίς (ή αν η παρήχηση με τον όφι ήταν σημασίας.)

Το προσπερνάμε -και φτάνουμε στο Δωμάτιο 602, το οποίο δεν έχει κανένα πινακάκι με τη λέξη Βοηθητικό, και η Είσοδος Επιτρέπεται ελεύθερα. ("Μα αν επιτρέπεται να μπαίνεις σε δωμάτιο που δεν γράφει βοηθητικό πώς θα με βοηθήσει;", σκέφτομαι.)

Η περίπτωση στο δωμάτιο 602 να βρίσκονται αποθηκευμένες σκούπες είναι μάλλον απίθανη, παρότι θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο να σφουγγαρίσει το σώμα μου η Δέσποινα Στυλιανοπούλου (στο ρόλο της Ζαμπέτας).

Ξαπλώνω. (Η κουρτίνα είναι γαλάζια και εκνευρίζομαι. Στον τοίχο έχει μια μεταξοτυπία του Μιρό!;)

Σχεδόν αμέσως έρχεται από πάνω μου ένας συμπαθητικός γιατρός που μου ανακοινώνει την εκτίμηση της κατάστασης μετά τις πρώτες εξετάσεις. Όση ώρα μιλάει εγώ είμαι βέβαιη ότι κάνει ακόμη το αγροτικό του. (Άλλη εξήγηση για την καρδιά περιβόλι δεν έχω.)

Καταβάλω προσπάθεια να μην ακούσω λέξη από όσα μου λέει -από φόβο μην ακούσω όσα φοβάμαι.

Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι από στιγμή σε στιγμή θα μου ανακοινώσει ότι καμμία τιμή σε όλες εκείνες τις αμέτρητες σελίδες εξετάσεων δεν είναι εντός των φυσιολογικών ορίων.

Πως όλες ανεξαιρέτως οι τιμές αντί να είναι σε νούμερα είναι σε γράμματα που σχηματίζουν το όνομά σου.

ΥΓ1
Φοβάμαι πως το άκουσα καθαρά, η ακτινογραφία θώρακος έδειξε τη φωτογραφία σου.

ΥΓ2
Το δεύτερο απόγευμα, αρκετά εξαντλημένη πια, σε είδα με τα μάτια μου να κολυμπάς στον ορό μου, να γίνεσαι σταγόνα σταγόνα ο εαυτός μου, όλα τα υγρά, τα μέταλλα, οι ηλεκτρολύτες -οι καταλύτες μου ας τους πούμε.

ΥΓ3
Λογικό που βγήκα με τόση αναιμία.

ΥΓ4
(Με αραιώνεις.)

ΥΓ5
Προς το τέλος την νοσηλείας, σκέφτηκα ότι μια μετάγγιση θα μου έκανε καλό και ζητήσα ορό με μελάνι -εννοείται ρέζους θετικό. (Υπήρχε, ναι. Αν κοιτάξεις καλά στα δεξιά του αριστερού μου καρπού θα δεις ξεκάθαρα τη μελανιά ενθύμιο.)

ΥΓ6
Γυρνώντας σπίτι με νέο μελάνι ήμουν πια βέβαιη ότι δεν θα ξαναγράψω τίποτα για σένα. Πως όλα τα γράμματα που κολυμπάνε σκόρπια στα δάχτυλά μου (πριν στάξουν πάνω στο πληκτρολόγιο) δεν θα ξαναστηθούν ποτέ στη σειρά για χάρη σου.

ΥΓ7
Η θεραπεία απέτυχε.

ΥΓ8
Φρόντισα πάντως να ζητήσω να πάρω μαζί μου κάτι μικρές φαρμακευτικές αμπουλίτσες με λέξεις σε αέρια μορφή (με άρωμα νερατζιάς νομίζω είπαν). Αυτές λέει μεγάλη ιατρική ανακάλυψη, τις σπας πάνω από ένα χαρτί κι αυτό εμποτίζεται από μόνο του, έτσι, χωρίς κόπο, χωρίς καμμιά δεύτερη ή πρώτη δική σου σκέψη, με λέξεις απαλές, αόρατες, ακίνδυνες, έτοιμες να τα λένε όλα με άρωμα νερατζιάς.

Λένε μερικοί επιστήμονες πως υπάρχουν μόνο δύο συναισθήματα -ο φόβος και η αγάπη. Ίσως γι' αυτό φοβάμαι που σε αγαπώ. Ίσως γι' αυτό δεν ανοίγω τα χέρια μου να δεις πόσες αγκαλιές γράμματα σου έχω φυλαγμένα. (Από φόβο μην πέσουν στο πάτωμα τα "αα" της αγάπης μου -και ο θόρυβος ξυπνήσει τον λύκο.)

9 Απρ 2010

Επιστημονική ανάλυσις του αδιεξόδου των ανθρωπίνων σχέσεων σήμερον.

...


Μια ωραία μέρα η μπάρμπι ραπουνζέλ κι ο κεν βγαίνουν μια βόλτα χεράκι-χεράκι για να υποδηλώσουν ότι έχουν επιτέλους αρραβωνιασθεί κάτω από τη μέση και ότι στο εγγύς μέλλον θα ενυμφευόνταστον. Εκεί που περπατούν, λέει η μπάρμπι τι ωραία που είναι εδώ, κοίτα τι όμορφες οι παπίτσες στη λίμνη κεν. Ο κεν την πετάει με ορμή κάτω -ποιες παπίτσες μωρή για γκεϋ με πέρασες; εγώ είμαι άντρακλας- κι εκεί που είναι έτοιμος να της ολοκληρώσει έναν κουκλίστικο προγαμιαίο πήδο πίσω από μία βάτο καθόλου αγία, ανακαλύπτει ότι η γνωστή παιχνιδοποιία δεν τον έχει προικίσει με αντρικόν μόριον.

Από τότε η ιστορία επαναλαμβάνεται κύριοι, οι γυναίκες έχουν κουρδιστεί βλακωδώς να ευνουχίζουν τους άντρες, οι άντρες επιμένουν βλακωδώς να το καταλαβαίνουν τελευταίοι κι εμείς οι σχεδόν πουριτανοί, οι πονεμένοι ρομαντικοί (γελάτε και ταράζομαι) περιμένουμε το "η αγάπη κερδίζει πάντα στο τέλος". Είμαι αισιόδοξη. (Μη γελάτε δυνατά μόνο να παρακαλέσω. Ευχαριστώ.)

ΥΓ1
Ένας κόκκορας κυνηγάει μια κότα με ανήθικους σκοπούς. Κι εκείνη σκέφτεται: «Αν σταματήσω να τρέχω, θα με πει πόρνη. Αν συνεχίσω να τρέχω, θα χάσω το σεξ. Το βρήκα. Θα σκοντάψω.»

ΥΓ2
Και μετά αναρωτιόμαστε για το ποιος φταίει για το πτηνό σεξ.

ΥΓ3
Δεν υπάρχει πιο αθώο πλάσμα από τον άντρα, κύριοι.

ΥΓ4
(Αν είστε φεμινίστρια φτιάξτε μου μια μηλόπιτα και αχνίστε τη με ποντικοφάρμακο.)

Χίλια ευχαριστώ και πάλι.


ΥΓ5
Σήμερα το μεσημέρι προς το τέλος του τρίτου διαλείμματος ένα ξανθό αγόρι από το βήτα δύο που φορούσε μπλε φούτερ ναϊκ και πράσινα ολστάρ έγραψε πάνω στη μπασκέτα του σχολείου με παχύ ανεξίτηλο μαρκαδόρο το όνομα Messi κι από κάτω με μικρότερα γράμματα το όνομα Τζοάννα. Κι εσύ πού το ξέρεις; Δεν το ξέρω. Απλώς γράφω ένα θίσις με θέμα "δεν χρειάζεται και πολλή φαντασία τελικά".





...

5 Απρ 2010

Ανακεφαλαίωση.

Έχω μια φλόγα
που πυκνώνει
κάθε φορά που περνάς επίσκεψη
από το στόμα μου

Έχω την εικόνα σου
Καθώς κρεμάς τις κόκκινες κούρτινες σου
στο σαλονάκι του στήθους μου
“μη μας δουν οι απέναντι”
και μετά περνάς απέναντι από μέσα μου

Έχω μια φλόγα
Που πασχίζει
να εξατμίσει τον ιδρώτα
που φυτρώνει στις παλάμες μου
–να μην τον δεις και προδοθώ

Έχω ένα μυαλό
στ' αριστερά χαλασμένο,
σαν το δικό σου

(Μια μελαγχολία
Που δουλεύει ρολόι)

Μια σκέψη πως κουράζω τους ανθρώπους

Έχω τις λέξεις σου
για λεξικό

Έχω τις λέξεις σου
για να στολίζω τα μάτια μου

Έχω έναν φόβο
που τον κρατάω νηστικό
κι αυτός με τρώει στα κρυφά:

(Έναν φόβο
πως ούτε θα έρθεις
ούτε θα φύγεις)

Έχω μια υποψία
πως δεν πέρασες ποτέ από κάτω
να δεις αν έχω φως
ή να μου σπάσεις με νεράτζια τα τζάμια

Έχω μια ανησυχία
Πως θα μείνουμε για πάντα
Μόνοι
Μαζί

Μια ανησυχία
πως σύντομα θα ξηλωθείς τόσο
που θα ξυπνήσω το πρωί
θα κοιταχτώ στον καθρέφτη
κι αντί για εσένα θα δω εμένα.-


ΥΓ
Νομίζεις πως φοβάσαι το σκοτάδι μόνο στο υπνοδωμάτιο, το βράδυ, όταν κλείνεις το φως και τα μάτια σου βλέπουν κάτι κόκκινα κυκλάκια και σκεπάζεσαι να φύγουν. (Πως φοβάσαι μην ίσως κάτι είναι εκεί, αόρατο, που σε κοιτάει σε απόσταση αναπνοής ενώ εσύ δεν μπορείς να το δεις.) Αλλά δεν είναι το σκοτάδι. Στον ήλιο μπορείς να το δεις καθαρά -και είναι χίλιες φορές πιο φοβιστικό (να βλέπεις με βεβαιότητα ότι δεν σε κοιτάει κανείς).

20 Μαρ 2010

Η Δεσποινίς Πολυκαλά.

Η Δεσποινίς Πολυκαλά απαντάει πάντα "πολύ καλά ευχαριστώ", αλλά της λείπει το γονίδιο του χαμόγελου κι αντί να δουν οι άλλοι τα δόντια της βλέπουν μια μουντή λάμψη να παίζει σκοινάκι στις βλεφαρίδες της. Εκτός από το γονίδιο του χαμόγελου της λείπουν με αλφαβητική σειρά και το "αααα" με το "ωωωωω". (Και κάπου ανάμεσα η σημαντικότερη λέξη από έψιλον, δηλαδή "εσύ".)

ΥΓ1
Η Δεσποινίς Πολυκαλά συνέταξε μια μέρα δυο αγγελίες, στη μία έγραψε ζητείται δεξιά πλευρά κρεββατιού και στην άλλη έγραψε χαρίζεται ή ανταλάσσεται δεξιά πλευρά κρεββατιού για να είναι πιο σίγουρη.

ΥΓ2
Η Δεσποινίς Πολυκαλά κοιμάται πάντα στην αριστερή πλευρά του κρεββατιού και κάποιες λίγες φορές κοιμάται κατά λάθος στον καναπέ.

ΥΓ3
(Ή καθόλου.)

ΥΓ4
Για να ζήσει, η Δεσποινίς Πολυκαλά πουλάει στους περαστικούς τα τριαντάφυλλα που φυτρώνουν στα χείλη της κάθε φορά που σε σκέφτεται μακριά.

ΥΓ5
(Εύχεται σύντομα να μπορέσει να αλλάξει επάγγελμα.)

ΥΓ6
Η Δεσποινίς Πολυκαλά εύχεται να ήταν ολόκληρη από πλαστελίνη γιατί κάπου διάβασε ότι αν κόψεις την πλαστελίνη κομματάκια δεν πονάει καθόλου και αν την ενώσεις κολλάει πάλι γρήγορα.

ΥΓ7
Αν ήταν από πλαστελίνη θα μπορούσε να φτιάξει κι εσένα από πλαστελίνη και να σε κολλήσει επιτέλους πάνω της.

ΥΓ8
(Μεταξύ άλλων θα έφτιαχνε από πλαστελίνη και τη λέξη ΝΑΙ -και θα την ανάγκαζε κάθε τόσο να ξεπροβάλλει από το στόμα σου και να παντρεύεται τα μαλλιά της.)

ΥΓ9
Για την ιστορία, μια φορά κάποιος αποκάλεσε εκ παραδρομής τη Δεσποινίς Πολυκαλά Κυρία Πολυκακά, κι αυτή έγινε έξαλλη και τον διόρθωσε επίτηδες λέγοντάς του "ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΠΟΛΥΚΑΛΑ, κύριε Σκατογιαννίδη μου" -ενώ τον λέγανε Παπαγιαννίδη.

ΥΓ10
Η Δεσποινίς Πολυκαλά αν ποτέ γίνει Κυρία Πολυκακά δεν έχει ιδέα πως θα καταφέρει να απαντάει "πολύ κακά ευχαριστώ" γιατί ακόμη κι αν φωνάξει με όλη της τη δύναμη τη λέξη "κακά" δεν βγαίνει κανένας ήχος.

ΥΓ11
Μια άλλη φορά η Δεσποινίς Πολυκαλά ήθελε να αποδείξει σε όλους πόσο Πολυκαλά ήταν και πήγε να δώσει εξετάσεις πολυκαλοσύνης αλλά παρότι γέμισε όλη την κόλα επιμελώς τής είπαν κοπήκατε γιατί σε αυτές τις εξετάσεις άριστα παίρνει μόνο η λευκή κόλα.


(Η Δεσποινίς Πολυκαλά είναι πεπεισμένη ότι η καρδιά της ΕΙΝΑΙ από πλαστελίνη γιατί αλλιώς δεν εξηγείται επιστημονικώς πως γίνεται η καρδιά της να έχει χάσει το σχήμα καρδούλας.)

15 Φεβ 2010

Χάππυ Ριμπέρθντεϊ.

Ίσα που έχω γεννηθεί. (“Κορίτσι” λέει ένας που λίγο βαριέται.)

“Περπάτα!” φωνάζει αυτός με την άσπρη μπλούζα, ο ασπρομάλλης.

“ΠΕΡΠΑΤΑ” ουρλιάζει μια χοντρή μαία με καλσόν φιμέ.

Δυο συνεργοί τους έρχονται και αρπάζουν τρυφερά τα πόδια μου και τα τραβάνε (“με αγάπη” λένε) μέχρι που το ένα ξεκολλάει αλλά δεν τρέχει τίποτα γιατί το ράβουν.

Τελικά στέκομαι. (Κοιτιούνται θριαμβευτικά. Χωρίς αυτούς θα μου έπαιρνε μπορεί και δυο χρόνια να κάνω το πρώτο μου βήμα. Θαύμα.)

“Μίλα” προστάζει τότε ο ασπρομάλλης.

“ΜΙΛΑ” αντηχεί τραγουδιστά η μαία φορώντας τώρα το καλσόν σαν τους ληστές (“θα θέλουν να με κλέψουν” σκέφτομαι).

Οι συνεργοί χώνουν τα χέρια τους στο στόμα μου ψαχουλέυοντας τις φωνητικές μου χορδές να δουν αν είναι σωστά εγκατεστημένο το “α”.

(Είναι.)

Λέω: “αααα”.

(“Το παιδί μίλησε” λέει βαθιά συγκινημένη η μαία με το καλσόν στο κεφάλι -ενώ ο ασπρομάλλης εκστασιασμένος τη φιλάει σταυρωτά ανάμεσα στα πόδια.)

(“Με κλέβουν” φωνάζω εγώ, “μην κάνεις σαν μωρό” μου απαντούν, “βοήθεια” λέω, “ΒΟΗΘΕΙΑ” ξελαρυγγιάζεται η μαία κοροιδευτικά -και ξεκαρδίζεται-, ενώ οι συνεργοί μπήγουν τούφες από μακριά μαλλιά στους πόρους του κεφαλιού μου και επαναλαμβάνουν “μην κάνεις σαν μωρό”.)

Μετά με δένουν με σκοινιά σε μια καρέκλα -ξαπλωμένη με ανοιχτά τα πόδια- κι αρχίζουν και με παραγεμίζουν πακεταρισμένα πράγματα σαν κοτόπουλο. “Γέλα”, “γέλα”, “γέλα αχάριστη” λένε. “Είναι τα δώρα σου”. Αποφεύγω να διαμαρτυρηθώ μη με πούνε πάλι αχάριστη και στεναχωρηθεί κανείς και ψελίζω “ευχαριστώ”, “ευχαριστώ”, “δεν είμαι πολύ χαρισμένη;” -μέχρι που με πιάνει πανικός στη θέα τού τελευταίου πακέτου (που επειδή είναι πολύ ογκώδες το ξεπακετάρουν). Τα χάνω με το θέαμα. Δεν ξέρω τι να κάνω. (“Παναγίτσα μου κάνε”, με συμβουλεύει ψιθυριστά μια βοηθός με ροζ πουκάμισο και μάγουλα -και επειδή δεν ξέρω πως το κάνουν το παναγίτσαμου πιάνει το δεξί μου χέρι και το φέρνει πανωκάτω και περαδώθε.)

“Μην πανικοβάλεσαι δα”. “Θα χωρέσει” μου λέει η μαία στοργικά και μου βάζει κόκκινο κραγιόν για παρηγοριά.

“Μα πώς;” αναρωτιέμαι με τρόμο. “Αυτή είναι μεγαλύτερη από μένα, πώς θα μπει κάτι μεγαλύτερο μέσα σε κάτι μικρότερο;”

Λέει: “Η ζωή κάνει κύκλους, δεν θα μας πεις εσύ τη δουλειά μας”. (Και μου σκάει μια μπάτσα.)

Λέει: “Πάντα μπαίνει κάτι μεγαλύτερο σε κάτι μικρότερο”. “Τι την πέρασες τη ζωή; Χωρίς πόνο;” (Και μου σκάει ένα φιλί.)

Η συνεργοί αρχίζουν και με παραγεμίζουν με μια ενήλικη γυναίκα.

Δεν τολμάω να ρωτήσω ποια είναι, η ζωή κάνει κύκλους, δεν θα τους πω εγώ τη δουλειά τους. (Πρώτα μπαίνουν τα πόδια. Προφανώς τελευταίο πρέπει να μπει το κεφάλι.) Ο ασπρομάλλης πασπατεύει τη μαία και μου λέει: “Κάνε αααα”. Κάνω “ωωωω”. (Αυτή κάνει “αααα” -σ’ αυτήν το έλεγε.)

Δεν την αρθρώνω αλλά σκέφτομαι τον ήχο της λέξης “ξεχύλωσα” και μου κλείνω το ένα μάτι να μη στάξει αλμυρό νερό (και από την προσπάθεια μου μένει τικ).

Στο μεταξύ, ένας πλανώδιος ζωγράφος με ακουμπάει τόπους τόπους με ένα πινελάκι. “Μπίουτυ μαρκς” δικαιολογείται -και μου κλείνει κι αυτός το μάτι (έχει κι αυτός το ίδιο τικ.)

Η διαδικασία μοιάζει να ολοκληρώνεται. Οι συνεργοί συζητάνε, σχεδόν μαλώνουνε, για το πώς θα με ντύσουν.

“Σούπερμαν” λέει ο ένας.

“Μπαλαρίνα” αντιδρά ο άλλος.

“Σούπερμαν”.

“Μπαλαρίνα”.

“ΣΟΥΠΕΡΜΑΝ”.

“ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ”.


Αρπάζω τα δυο κουστούμια μόνη μου και ντύνομαι σούπερμαν-μπαλαρίνα μη μείνει κανείς παραπονεμένος.

(Κάνω το χαζό λάθος όμως, γιατί είμαι ακόμη μωρό, και αντι να συνδυάσω σωστά τις στολές -παράδειγμα να βάλω την τουτού της μπαλαρίνας πάνω από το καλσόν του σούπερμαν και τη μπέρτα κάτω από το κορμάκι- τη μπαλαρίνα τη στουμπώνω μεμιάς από κάτω σαν μεσοφόρι και το σούπερμαν από πάνω. Πλήρης μεταμφίεση.)


“Ηλίθια”, ωρύεται η μαία, “τι πήγες και έκανες;”, οδύρεται -και αρχίζει και σκίζει με τα ίδια της τα χέρια και βγάζει τη στολή της για να μου δείξει ότι στην πραγματικότητα από κάτω είναι και πάλι ντυμένη μαία. “Βλέπεις;”. “Έτσι πάει”, “δεν έπρεπε να διαλέξεις”.

Το ξεκαθαρίζει: “Ή το ένα ή το άλλο έπρεπε, τώρα θα μπερδεύονται οι αθρώποι.”

Δεν προλαβαίνω να αντιδράσω. (Από κάπου έξω ακούγονται κάτι εμψυχωτικές φωνές: “Σπρώξε”. “Κουράγιο”. “Θα τα καταφέρεις”.)

Μαζεύονται όλοι μαζί γύρω μου, ανοίγουν μια μεγάλη καταπακτή και μου ρίχνουν μια ομαδική κλωτσιά. (Απέξω ίσα που προλαβαίνω να δω δυο τρία πράγματα –φως, κάτι τρίχες δεξιά-αριστερά, ένα ζευγάρι διάπλατα πόδια μάλλον γυναικεία, και κάτι ανθρώπους παρόμοιους με τους μέσα αλλά ντυμένους με στολές σε πράσινο να με κοιτάνε.)

“Κορίτσι……..” λέει μια χοντρή μαία έντρομη.

“…ε…εεε…ενήλικο”, προσθέτει και κάνει το παναγίτσα μου.

Τη φράση “και ντυμένο σούπερμαν” δεν θυμάμαι ποιος την ξεστόμισε πρώτος, αλλά όλοι τρίψαν τα χέρια τους από ανακούφιση και πιστεύω από αγάπη.

Έκτοτε είμαι πολύ απασχολημένη όλη μέρα να πετάω στα σύννεφα και να μην πονάω ποτέ και για τίποτα και να κάνω σωστά τη δουλειά μου να σώζω τους πάντες και να φροντίζω να μην τους δείχνω ποτέ από κάτω την κρυμμένη ροζ φούστα τουτού μη τυχόν και στεναχωρεθούν είτε για αυτήν την αναπηρία μου είτε για το τικ στο μάτι.

Το Κατερίνα Έσλιν γράφεται Κατερίνα Έσσλιν.

ΤΙΜΩΡΙΑ

Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.

Άρα για εμπέδωση, λέμε Κατερίνα Έσσλιν κι όχι Κατερίνα Έσλιν.

Για να γίνει πιο σαφές, επαναλαμβάνουμε την τιμωρία ανά τακτά χρονικά διαστήματα, σε παραλλαγές.

Το Κατερίνα Έσσλιν δεν γράφεται Κατερίνα Έσλιν γιατί είναι λάθος το σωστό είναι Έσσλιν ενώ το Έσλιν είναι λάθος, αφού το σωστό είναι με τέσσερα σσ κι όχι με ένα σ που είναι λάθος. Είναι σαφές νομίζω. Γράφεται με δύο σσ δηλαδή Έσσλιν κι επειδή συχνά γράφεται Έσσλιν Έσσλιν γράφεται τελικά με τέσσερα σσσσ. Άλλωστε και το τέσσερα γράφεται με δύο σσ. Πόσο ποιο σαφές. Όπως και το πιο γράφεται πιο και όχι ποιο που το έγραψα επίτηδες ανορθόγραφα για να δω αν προσέχετε.

Επανάληψη.

Το Κατερίνα Έσσλιν δεν το ξαναγράφουμε ποτέ Κατερίνα Έσλιν γιατί πληγώνομαι.

Έσσλιν. Όχι Έσλιν.
Έσσλιν. Αντί Έσλιν.

Συνεννοηθήκαμε, είμαι βέβαιη.

Να μην ξεχάσω να πω ότι και όλες οι διάφορες άλλες ορθογραφίες που έχω δει τα τελευταία τριακόσια πενήντα χρόνια ζωής μου είναι λάθος, ήτοι μόνο το Έσσλιν είναι σωστό και αυτά εδώ είναι λάθος: Άισλην, Άισλλιν, Έσλην, Έζλη, Έζλιν, Έσθλη (ένα ντελιβεράδικο-σαντουιτσάδικο στη bold το έγραφε πάντα έτσι πάνω στο χαρτάκι παραγγελίας όταν το έφερνε, Έσθλη, και παρεμπιπτόντως το σάντουιτς είχε μέσα φιλαδέλφια, μαρούλι και σολομό. Το φιλαδέλφια μήπως γράφεται φιλαδέλφεια; Ο σολομός σολωμός; Ουφ πια! Το παρεμπιπτόντως; Παρεμπιμπτόντως; Ο Γιάννης Γιάνης;) ΟΛΑ ΛΑΘΟΣ ΠΙΑ.

Όχι αλήθεια αν θέλετε να γράφετε λάθος το Έσσλιν και να το γράφεται Έσλιν γιατί δεν γράφετε και το Γιάννης Γιάνης; Και δεν λέω. Ξέρω την εξήγηση της και καλά απλοποίησης από το Esslin που στη μεταγραφή στα ελληνικά μπλα μπλα. ΑΛΛΑ ΕΤΣΙ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ;;; Προσπαθήστε να ξεπεράσετε, με ασκήσεις αναπνοής το γεγονός ότι θέλω το όνομά μου να γράφεται σωστά και ναι διαβάζω ψυχολογία και ξέρω ότι αυτή η εμμονή μου μαρτυρά ότι μάλλον ότι είμαι σχιζοειδής. Συγνώμη αν σας στεναχωρώ που θέλω να γράφω σωστά το όνομά μου.

Ευχαριστώ.

ΥΓ1
Έσσλιν, και όχι Έσλιν.

ΥΓ2
Όχι Έσλιν. Είναι λάθος. Έσσλιν.

ΥΓ3
Ευχαριστώ και πάλι.


ΥΓ4
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.
Το Έσλιν γράφεται Έσσλιν.

ΥΓ5
Το Κατερίνα Έσσλιν δεν το ξαναγράφουμε ποτέ Κατερίνα Έσλιν γιατί πληγώνομαι.
Το Κατερίνα Έσσλιν δεν το ξαναγράφουμε ποτέ Κατερίνα Έσλιν γιατί πληγώνομαι.
Το Κατερίνα Έσσλιν δεν το ξαναγράφουμε ποτέ Κατερίνα Έσλιν γιατί πληγώνομαι.
Το Κατερίνα Έσσλιν δεν το ξαναγράφουμε ποτέ Κατερίνα Έσλιν γιατί πληγώνομαι.

ΥΓ6
Με δύο σσ.

ΥΓ7
σσσσσσσσσσσσ........





....










...




Ο ΜΙΣΟΣ ΒΕΣΠΑ, Κατερίνα Έσλιν, εκδ. Απόπειρα
19 μυθιστορήματα του «ενός λεπτού» για απλά καθημερινά πράγματα, όπως ψάρια που φυτρώνουν σε δέντρα, οικογενειακά δράματα, νυφικά που αλλάζουν χρώμα. Για τη συγγραφέα, θα μπορούσαν άνετα να κάθονται σε ένα παγκάκι και να κοιτούν σουρεαλισμό και αλήθεια να περπατούν χεράκι-χεράκι…

9 Ιαν 2010

Μπλουτούθ.

Είπε ο διδάσκαλος της βουδδικής αίρεσης Ζεν στον μαθητή που έψαχνε τη Μεγάλη Αλήθεια:

"Το βλέπεις ότι στο χέρι μου δεν κρατάω τσάπα;"

"Το βλέπω."

"Μ'αυτήν να σκάβεις."

Διάλογος από τον οποίο, κατά συνοπτική αναλογία, οδηγούμαι σε μια σειρά από Μεγάλες Αλήθειες:

Τα κλειδιά που μόλις δεν ακούστηκαν στην πόρτα είναι τα δικά σου που αποφάσισες να μην έρθεις.

Οι στάλες νερού που δεν έπεσαν στο πάτωμα του σαλονιού είναι από την ομπρέλα σου μόλις δεν μπήκες.

Το σώμα που ένιωσα ότι δεν με αγκάλιασε στον ύπνο μου στη μέση της νύχτας είναι η άδεια πυτζάμα σου.

Η απουσία έχει ήχο.


Η απουσία στάζει.


Η απουσία είναι τόσο παρούσα που βγάζει χνώτο.


ΥΓ1
Τι άβολα που είναι όλα αυτά τα χούγια των σινγκλς: ο φρέσκος πόθος για μπαγιάτικα σωματικά υγρά... το συναίσθημα του να μπορείς να απευθύνεις υπαρκτά αισθήματα σε ανύπαρκτους ώς ώρας ανθρώπους... η αυτοστιγμεί ικανότητα να θηλάσεις μια καινούργια αγάπη που δεν έχει καν συλληφθεί.


ΥΓ2
Το σίγουρο είναι ένα -μια και μιλάμε για βουδισμό: η νιρβάνα τού να μη θέλεις πια να μπεις σε άλλο σώμα (αλλά και να μη χρειάζεται πια, έχοντας εκπληρώσει την πνευματική σου θητεία), προβλέπω να αργεί (και όταν έρθει να μη φέρει καν ένα κουτί με πάστες).

ΥΓ3
Η γνώση ότι ακόμη και μια αόρατη τσάπα σού αρκεί για να σκάψεις σε έχει πια δυναμώσει φυσικά (και μεταφυσικά).

ΥΓ4
Αλλά τι να τον κάνεις τον λάκο αν δεν είναι να σκοντάψεις μέσα του χεράκι-χεράκι με κάποιον;


ΥΓ5
Εσύ άραγε μπορείς να καταλάβεις ότι αυτή η κατακόκκινη ζέστη, που δεν νιώθεις όσο δεν με σφίγγεις, είμαι εγώ που δεν είμαι κοντά σου; (Μπορείς με άλλα λόγια να καταλάβεις ότι αν θέλεις να δεις τα χέρια σου απελευθερωμένα πρέπει να τα αφήσεις να ζήσουν και να πεθάνουν μέσα μου;)

ΥΓ6
Θέλεις να είμαστε οι μόνοι που για να επικοινωνούμε αόρατα θα εγκαταστήσουμε μπλουτούθ κάτω από τη φόδρα του στήθους μας (δίνοντας βόλιουμ στο βουδδικό "δεν υπάρχει τίποτε, όλα υπάρχουν");

ΥΓ7
Από τη μεριά μου, μάθε το: θέλω.

ΥΓ8
Το όνομά σου.

ΥΓ9
Να καρφωθεί σταυροπόδι στο κεφάλι μου.
(Τι να καρφωθεί δηλαδή απλώς; Να φυτρώσει.)

ΥΓ10
Η μύτη σου.

ΥΓ11
Να ετοιμάσει τις βαλίτσες της και να έρθει επίσκεψη στα μαλλιά μου.

ΥΓ12
Τα γένια σου.

ΥΓ13
Να φυτρώσουν στις άκρες των δαχτύλων μου.

ΥΓ14
Το αίμα μου.

ΥΓ15
Να αισθανθεί και πάλι σαν φρέσκο νερό σε βάζο με παιώνιες.

ΥΓ16
Ρε παιδάκι μου το καταλαβαίνεις ή να στο πω ακόμη πιο "ψαγμένα";

ΥΓ17
Θέλω το στήθος μου να λιώσει πάνω σου σαν τσένταρ!

(Όλα τα άλλα είναι φιλοσοφίες.)


;-Ρ

Έρως ανίκανε τάχα.

Ε ναι, εντάξει, δεν γράφω πια.

Και τι κάνω για αυτό εκτός από το να ακούω παράπονα;

Το κουβαλάω σχεδόν σε όλες τις βόλτες.

Το πέος σου εννοώ.

Καρφιτσωμένο στο πέτο του μυαλού μου, στη θέση που κάποιοι καρφιτσώνουν ένα ροζ τριαντάφυλο.

Γι’αυτό αναβάλλω να γράψω.

Προσπαθώ να ξεχάσω το γεγονός ότι το περίγραμμά σου περιφέρεται σκέτο -το γεγονός ότι ο απών ήχος της φωνής σου έχει κουλουριαστεί στα λαιμό μου σαν μετεξεταστεό κασκόλ (ανίκανο και πάλι φέτος να με ζεστάνει).

Το έχετε προσέξει, έτσι;

Το ίδιο και η σιωπή μου, γονατιστή από τον Αύγουστο μπροστά μου, ικέτισσα να πάω τα πληγωμένα της γόνατα για φοξτρότ.

(Μα που να τις βρω τις λέξεις να κάνω φιγούρα χωρίς εσένα;)

Κι εσείς να επιμένετε από πάνω οι αναγνώστες, με τα μάτια τα σφουγγάρια:

“Γιατί δεν γράφεις;”

Μα τι σκατά ρωτάτε;

ΕΓΩ να γράψω;

Η γραφή να ΜΕ γίνει.

Κάνω ό,τι μπορώ για έμπνευση πάντως ☺

Μασάω επιμελώς γράμματα (που έχουν αφήσει μεταξύ τους τα χέρια), καταπίνω παρατημένα άλφα, ληγμένες δασείες, εφήμερα ωμέγα, ταχόμα, ταϊμς, νιουρόμαν, ξεστριμώχνω λέξεις μέχρι και με το οδοντόνημα, και το μέσα μου, όλο, από το κεφάλι ώς τα πόδια μου ένα τεράστιο στομάχι, τίγκα ξεχαρβαλωμένα πεζά.

(Έννοιες ξεχύνονται μέχρι κι από τα αυτιά μου στο πάτωμα, κι όμως οι σελίδες μένουν κενές ούτε λόγος φυσικά να σκύψω στα τέσσερα ώστε οι λευκές άγραφες κόλλες να αναλάβουν το σφουγγάρισμα –και να ποτίσουν μελάνι.)

Πολύ φασαρία για το τίποτα αυτή η σιωπή.

Τσιλάξ.

Οι λέξεις θα ξανάρθουν –αυτό είναι το θέμα μας; Οι λέξεις λέξεις είναι.

Οι λέξεις δεν στάζουν μέσα σου παιδιά (μάταιο αν τρομάξατε με τη λέξη πέος πρώτη-πρώτη και τρέξατε για πρεντίκτορ).

Οι λέξεις δεν είναι άνθρωποι να σε φιλούν στο στόμα.

Και για να γράψεις θες τέσσερα χέρια αν με πιάνετε.



ΥΓ1
Υπομονή. Και υπόσχεση. Θα προσπαθήσω να θυμηθώ πάλι πώς γράφεται κάτι ωραίο, απλώς μεταξύ μας δεν βλέπω ν' αλλάζει κάτι.

ΥΓ2
Όσο τα ποτιστήρια μάτια σου θεριεύουν ξένες ρίζες… όσο αδυνατώ να φτάσω να ξεσκονίσω τη λέξη έρωτας που αιωρείται μισό μέτρο πάνω από το κεφάλι μου… νιώθω βαριά.

ΥΓ3
Λες και στις τσέπες μου κάποιος έχωσε ένα βουνό.

ΥΓ4
Θα μου πεις δικαιολογίες. Που θυμάσαι τι είναι ο έρωτας που έχεις και το θράσσος να σου λείπει και να θεωρείς ότι η στέρησή του είναι ένα τεράστιο πινελάκι μπλάνκο;

ΥΓ5
Θυμάμαι ελάχιστα όντως για αυτόν. Πάνε χρόνια.

ΥΓ6
(Το πρώτο του φίλι ξηλώνεται σιγά-σιγά μαζί με το στόμα μου, καθώς ζευγάρια χέρια τραβάνε κατά βούληση το μικρό ξέφτι που τρεμοπαίζει, εδώ στην ακρούλα, στα χείλη μου.)

ΥΓ7
Τη μυρωδιά του όμως, επιτρέψτε μου, τη θυμάμαι μια χαρά για να την ποθώ.

ΥΓ8
Πώς διάολο να την ξεχάσεις όταν χώνει τις κάνες τις στα ρουθούνια σου και σε πυροβολεί κατευθείαν στο μυαλό;